συνηγορικός

συνηγορικός
συνηγορ-ικός, ή, όν,
A of or for a συνήγορος, Poll.4.25, etc. Adv. -κῶς ib.26.
II τὸ ς. advocate's fee, paid to public συνήγοροι, Ar. V.691, cf. Sch. ad loc.: in Egypt, Ostr.1537 (ii B.C.), PLeid.F.ap. Wilcken Ostr.i p.302.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συνηγορικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηγορικός — ή, ό / συνηγορικός, ή, όν, ΝΜΑ [συνήγορος / συνηγορία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συνήγορο ή στη συνηγορία αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ συνηγορικόν ο μισθός τού συνηγόρου, ιδίως τού δημοσίου, καθώς μόνον αυτός επιτρεπόταν να πληρώνεται. επίρρ …   Dictionary of Greek

  • συνηγορικῶν — συνηγορικός of fem gen pl συνηγορικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηγορικόν — συνηγορικός of masc acc sg συνηγορικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηγορικήν — συνηγορικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηγορικῶς — συνηγορικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηγορικῷ — συνηγορικός of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”